- εύξους
- εὔξους, -ουν, εὔξοος, -οον, επικ. τ. ἐΰξοος, -οον (Α)1. ο επεξεργασμένος καλά, ο εύξεστος*2. φρ. «σκέπαρνον ἐΰξοον» — σκεπάρνι από στιλβωμένο μέταλλο3. αυτός που στιλβώνεται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξόος (< ξέω)].
Dictionary of Greek. 2013.